παρεξέκλιναν

παρεξέκλιναν
παρεξέκλῑναν , παρεκκλίνω
turn somewhat aside
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεκινουά — Ράτσα σκύλων «σαλονιού», που παρεξέκλιναν από την αρχική φυλή και έμειναν νάνοι, με συμμετρικές και ογκώδεις διαστάσεις. Το κεφάλι είναι πλατύ και ογκώδες, η μύτη επίσης πλατιά και πολύ κοντή και τα μάτια μεγάλα, σκούρα και προεξέχοντα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”